Home > Term: 滲透
滲透
通過多孔介質到土壤表面水的流動。
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Περιβάλλον
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Cindy Chu
- 100% positive feedback
(Taipei, Taiwan)
通過多孔介質到土壤表面水的流動。
(Taipei, Taiwan)