Sign up
Sign in
Forgot password?
Home
> Term: A 柱
A 柱
一輛車,支援在擋風玻璃和前面的屋頂前, 支柱。
(You must log in first to edit the definition.)
You have to log in to vote.
0
0
Add an image
Μέρος του λόγου:
noun
Κλάδος/Τομέας:
Κατασκευή Αυτοκινήτων
Category:
Automobile
Company:
Toyota
Προϊόν:
Ακρώνυμο-συντόμευση:
Συνώνυμο(α):
Σχετικά νέα:
Τύπος εγγράφου:
Περιεχόμενο:
term_reference:
definition_reference:
context_reference:
Άλλη αναφορά:
Περισσότερες λεπτομέρειες
Απόκρυψη λεπτομερειών
0
Βελτίωση
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου
Featured blossaries
H9
Fantasy Football
Sports
22
Terms
13
hotcat
CAT
Languages
0
Terms
1
LuisAragon
Fundamentos de investigacion
Education
4
Terms
1
Nicola Mucelli
Colori
Other
1
Terms
1
Marouane937
The World of Moroccan Cuisine
Food
9
Terms
3
see more blossaries
Δημιουργός
Jasonlee
(V.I.P)
32134
points
100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.