Home > Term: 喷涂
喷涂
一种使涂层材料形成细小雾状物,并喷射到工作表面的加工方法。
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Κατασκευή Αυτοκινήτων
- Category: Automotive paint
0
Δημιουργός
- kennethz
- 0% positive feedback
(-, )
一种使涂层材料形成细小雾状物,并喷射到工作表面的加工方法。
(-, )