Home > Term: 慢性毒性
慢性毒性
能力的一种物质引起有害人体健康的长期影响。
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Περιβάλλον
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Karenxin
- 100% positive feedback
(China)
能力的一种物质引起有害人体健康的长期影响。
(China)