Home > Term: dilatación
dilatación
La apertura gradual de una arteria estrechada por el agrietamiento y la compresión de la placa obstructiva.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- michael.cen
- 100% positive feedback