Home > Term: andante
andante
Moderately மெதுவாக அல்லது walking அடியெடுத்து.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Μουσική
- Category: General music
- Company: Sony Music Entertainment
0
Δημιουργός
- Thamilisai
- 100% positive feedback