Home > Term: transluminal
transluminal
Passando através de ou executados por meio de um lúmen.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- Filipe2012
- 100% positive feedback
(Portugal)