Home > Term: дилатација
дилатација
The gradual opening of a narrowed artery by cracking and compressing the obstructive plaque.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- KristinaMitkov
- 100% positive feedback
(1000, Macedonia)