Home > Term: watthour(WH)
watthour(WH)
電気エネルギーの単位 1 ワットに等しい電源供給、または 1 時間のために着実に電気回路から取られます。
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Άνθρακας; Φυσικό αέριο; Πετρέλαιο
- Company: EIA
0
Δημιουργός
- Sandraruecker
- 100% positive feedback