Home > Term: パイロット
パイロット
メインバーナー(s)でガスに点火するために利用される小さな炎。
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- Sakura08
- 100% positive feedback
メインバーナー(s)でガスに点火するために利用される小さな炎。