Home > Term: 摂取量
摂取量
摂取, 吸入または皮膚から体内に導入された素材の量。
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Περιβάλλον
- Category: Radiation hazards
- Educational Institution: Harvard University
0
Δημιουργός
- Kenji
- 100% positive feedback
(Kobe, Japan)