Home > Term: transluminal
transluminal
Melewati seluruh atau dilakukan dengan cara lumen.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- dimasfaiq
- 100% positive feedback
(Karawang, Indonesia)