Home > Term: transluminal
transluminal
Realizado a través de un lumen o pasando a través.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- Cristina Fernandez Salas
- 100% positive feedback
(Sevilla, Spain)