Home > Term: shine
shine
Shining; sheen.
- Μέρος του λόγου: adjective
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Dictionaries
- Company: MICRA Inc.
1
Δημιουργός
- spencer12
- 100% positive feedback
(Germany)
Shining; sheen.
(Germany)