Home > Term: ruminal
ruminal
Ruminant; ruminating.
- Μέρος του λόγου: adjective
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Dictionaries
- Company: MICRA Inc.
0
Δημιουργός
- spencer12
- 100% positive feedback
(Germany)
Ruminant; ruminating.
(Germany)