Home > Term: lift
lift
One of the movable sections of a liquid-sealed gas holder. The vertical distance a liquid is pumped.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- JJD
- 100% positive feedback