Home > Term: gasket/seal
gasket/seal
A seal used to prevent the leakage of fluids, and also maintain the pressure in an enclosure.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Αποτελεσματικότητα ενέργειας
- Company: U.S. DOE
0
Δημιουργός
- mara nicaru
- 100% positive feedback