Home > Term: feedstock
feedstock
Crude oil, a derivative thereof, or other raw material utilized in process equipment.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- JJD
- 100% positive feedback