Home > Term: cofiring
cofiring
The use of two or more different fuels (e.g. wood and coal) simultaneously in the same combustion chamber of a power plant.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Αποτελεσματικότητα ενέργειας
- Company: U.S. DOE
0
Δημιουργός
- mara nicaru
- 100% positive feedback