Home > Term: brokering
brokering
See CAPACITY ASSIGNMENT/BROKERING.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- JJD
- 100% positive feedback
See CAPACITY ASSIGNMENT/BROKERING.