Home > Term: antidote
antidote
A remedy to counteract the effects of poison.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Law enforcement; Στρατιωτικά
- Category: Τρομοκρατία
- Organization: 11-Sept.Org
0
Δημιουργός
- john.wj
- 100% positive feedback