Hedging
Maintaining a market position which secures the existing open positions in the opposite direction.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
- Category: Επενδύσεις σε Τράπεζες
0
Other terms in this blossary
Δημιουργός
- Bagar
- 100% positive feedback