Home > Term: stall
stall
In reference to a wind turbine, a condition when the rotor stops turning.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Αποτελεσματικότητα ενέργειας
- Company: U.S. DOE
0
Δημιουργός
- mara nicaru
- 100% positive feedback