Home > Term: solarium
solarium
A glazed structure, such as greenhouse or "sunspace."
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Αποτελεσματικότητα ενέργειας
- Company: U.S. DOE
0
Δημιουργός
- mara nicaru
- 100% positive feedback