Home > Term: rhonchisonant
rhonchisonant
Making a snorting noise; snorting.
- Μέρος του λόγου: adjective
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Dictionaries
- Company: MICRA Inc.
0
Δημιουργός
- spencer12
- 100% positive feedback
(Germany)