Home > Term: joint, leaded
joint, leaded
A connection using lead as a sealant.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- JJD
- 100% positive feedback
A connection using lead as a sealant.