Home > Term: implant
implant
1) As a verb: To place seeds in the prostate.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Radiology equipment
- Company: Varian
0
Δημιουργός
- Bob
- 100% positive feedback