Home > Term: grille (grill)
grille (grill)
A covering over an air inlet or outlet with openings through which air passes.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- JJD
- 100% positive feedback