Home > Term: Tailgate
Tailgate
Για να αποκτήσει μη εξουσιοδοτημένη φυσική πρόσβαση, ακολουθώντας εξουσιοδοτημένου προσώπου από μια ελεγχόμενη πόρτα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Τηλεπικοινωνίες
- Category: General telecom
- Company: ATIS
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)