Home > Term: συνεργιστικό στο τοξικολογία
συνεργιστικό στο τοξικολογία
Ουσία που συμβάλλει περισσότερο από additively σε αμοιβαία αποτέλεσμα με μια άλλη ουσία.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Δημιουργός
- Khrysaor
- 100% positive feedback