Home > Term: προμήθεια
προμήθεια
Η ποσότητα των εμπορευμάτων σε απόθεμα σε ένα κατάστημα ή σε μια αποθήκη.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Retail
- Category: Supermarkets
- Company: FMI
0
Δημιουργός
- silv31
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)