Home > Term: splice
splice
Για να συμμετάσχετε, μόνιμα, φυσικά μέσα που διεξάγουν ή τη μετάδοση ενέργειας ή ένα σήμα επικοινωνίας. 2. a συσκευή που συνδέει τόσο μέσα άσκηση ή διαβίβασης. 3. Yyjoint το συμπληρωμένο.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Τηλεπικοινωνίες
- Category: General telecom
- Company: ATIS
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)