Home > Term: ρόφηση
ρόφηση
Την ανάληψη μία ουσία από ένα άλλο, είτε απορρόφηση ή προσρόφηση.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Weather
- Category: Meteorology
- Company: AMS
0
Δημιουργός
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)