Home > Term: sloe τζιν
sloe τζιν
Λικέρ από διαβροχή τρύπησαν ή θρυμματισμένα Αγριοδαμάσκηνα στο gin.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback