Home >  Term: sleet
sleet

1. Σβόλων βλέπε πάγου. 2. Στην βρετανική ορολογία, και στην καθομιλουμένη σε ορισμένα τμήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, καθίζηση της ομίχλης με τη μορφή μείγματος βροχή και το χιόνι.

0 0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Κλάδος/Τομέας: Weather
  • Category: Meteorology
  • Company: AMS

Δημιουργός

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.