Home > Term: shoaling
shoaling
Η αύξηση το ύψος του κύματος των κυματισμών σε ρηχά νερά λόγω η απόκλιση ταχύτητας ομάδα κύμα. Αυτό συμβαίνει όταν το βάθος μειώνεται κοντά στην ακτή.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Weather
- Category: Meteorology
- Company: AMS
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)