Home > Term: διάφραγμα
διάφραγμα
Το μαλακών ιστών που χωρίζει τα δύο ρουθούνια της μύτης της θηλαστικό.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Anthropology
- Category: Physical anthropology
- Company: Palomar College
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback