Home > Term: ιερό
ιερό
Ένα έθνος ή την περιοχή κοντά ή συνεχόμενο σε χώρο μάχης που εξαιρείται από επίθεση από τις warring δυνάμεις, π.χ. Χούτου ένα στρατόπεδο στο Ζαΐρ, ή ενός Kmers rouges camp στην Ταϊλάνδη.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά
- Category: Peace keeping
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)