Home > Term: αχρήστου
αχρήστου
1. για την απομάκρυνση και λειτουργικά μέρη από ένα στοιχείο του εξοπλισμού που βρίσκεται πέραν επισκευής, προκειμένου τελικά να τα εγκαταστήσετε σε άλλα είδη εξοπλισμού,
2. για την ανάκτηση του κατεστραμμένου οχήματος ή εξοπλισμός για μελλοντική επιδιόρθωση.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά
- Category: Peace keeping
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)