Home > Term: εκτέλεση
εκτέλεση
(1) Σε ένα ενιαίο, συνήθως συνεχής, εκτέλεση του program.~(2) έναν υπολογιστή να εκτελέσει ένα πρόγραμμα υπολογιστή, τεχνολογία λογισμικού.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)