Home > Term: ρήνιο
ρήνιο
Ένα σπάνιο, αργυρόλευκο μέταλλο. Σύμβολο, Σχ. εμφανίζεται σε πολύ μικρές ποσότητες μεταλλευμάτων λευκόχρυσου και Κολουμπίτης, gadolinite, και μολυβδαινίτης. Χρησιμοποιείται για ίνες για φασματογράφων και ιόντων διαμετρήματα; για θερμοστοιχεία και λαμπτήρες Φωτογραφικά φλας.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Mining
- Category: General mining; Mineral mining
- Government Agency: USBM
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)