Home > Term: resupplying
resupplying
Η πράξη της αναπλήρωση αποθεμάτων προκειμένου να διατηρηθούν τα απαιτούμενα επίπεδα της προσφοράς.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά
- Category: Peace keeping
- Company: United Nations
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)