Home > Term: reinjected
reinjected
Ο καταναγκασμός της αέριο υπό πίεση σε μια δεξαμενή πετρελαίου σε μια προσπάθεια να αυξήσει την ανάκτηση.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Άνθρακας; Φυσικό αέριο; Πετρέλαιο
- Company: EIA
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)