Home > Term: πυρένιο
πυρένιο
Μια κρυσταλλική ουσία που προέρχεται από λιθανθρακόπισσα, λίπη, κλπ.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback