Home > Term: πολυμορφισμού
πολυμορφισμού
Κρυστάλλωση σε δύο ή περισσότερες χημικώς όμοιες αλλά crystallographically διαφορετικές φόρμες.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Earth science
- Category: Soil science
- Company: Soil Science Society of America
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback