Home > Term: δηλητηρίαση
δηλητηρίαση
Μια συνθήκη ή φυσική κατάσταση που παράγονται από την κατάποση, ένεση ή εισπνοή ή έκθεση σε επιβλαβή παράγοντα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback