Home >  Term: ΚΛΟΠΕΣ
ΚΛΟΠΕΣ

Κλοπή από κατάστημα, κλοπή των χρημάτων ή προϊόν αλλοίωση από εργαζομένους ή πελάτες.

0 0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Κλάδος/Τομέας: Retail
  • Category: Supermarkets
  • Company: FMI

Δημιουργός

© 2025 CSOFT International, Ltd.