Home > Term: καταιγίδα peesweep
καταιγίδα peesweep
Μια καταιγίδα νωρίς την άνοιξη της Σκωτίας και της Αγγλίας.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Weather
- Category: Meteorology
- Company: AMS
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback