Home >  Term: πληρωτέα
πληρωτέα

Του λιανοπωλητή ή του χονδρεμπόρου πριν από την καταβολή λογαριασμών και τιμολόγια. τα χρήματα που οφείλονται σε πωλητές και προμηθευτές.

0 0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Κλάδος/Τομέας: Retail
  • Category: Supermarkets
  • Company: FMI

Δημιουργός

© 2025 CSOFT International, Ltd.