Home > Term: Παράλληλα
Παράλληλα
(1) Που αφορούν την ταυτόχρονη μεταφορά, Εμφάνιση ή επεξεργασία τα επιμέρους τμήματα ενός συνόλου, όπως τα bit ενός χαρακτήρα, χρησιμοποιώντας ξεχωριστές εγκαταστάσεις για τα διάφορα τμήματα.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)